- σακάτεμα
- το, -ατος1. το να γίνει κάποιος ανάπηρος.2. καταπόνηση, βασανισμός: Αυτό που κάνει δεν είναι δουλειά, είναι σακάτεμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σακάτεμα — το, Ν [σακατεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σακατεύω, η πρόκληση σοβαρής ή και ανεπανόρθωτης σωματικής βλάβης, η οποία συνήθως οδηγεί σε αναπηρία 2. συνεκδ. α) σοβαρό χτύπημα ή τραύμα β) μτφ. μεγάλη ταλαιπωρία, βάσανο … Dictionary of Greek
αναπήρωση — η κολόβωση τού σώματος, σακάτεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπηρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό ως απόδοση τού ιταλ. storpiαmento] … Dictionary of Greek
σημάδεμα — το, Ν [σημαδεύω] 1. το να επισημαίνει κανείς κάτι, η τοποθέτηση διακριτικού σημείου, η επισήμανση 2. σκόπευση 3. σακάτεμα … Dictionary of Greek